- φερετροπωλείο
- τοκατάστημα όπου πουλιούνται φέρετρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φερετροπωλείο — το, Ν κατάστημα όπου πωλούνται φέρετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρετρο + πωλείο (< πώλης*), πρβλ. βιβλιο πωλείο] … Dictionary of Greek